Στα εγκαίνια της Λέσχης του Βιβλίου προ του κατακλυσμού, ο Δεσποτίδης μάς άρπαξε απ” τον λαιμό -μια παρέα ξυπνοπούλια- σαλπίζοντας: «Θα σας γνωρίσω με τον Γκροτς». Ο Γκέοργκ Γκροτς που αγαπήσαμε είχε σκοτωθεί 3-4 χρόνια νωρίτερα. Γκρεμοτσακίστηκε μεθυσμένος από μια σκάλα. Ωστόσο, για το Νταντά μάς μίλησε πρώτη φορά ο Κάρολος Κουν. Ανέβαζε (ναι;) Αλφρέντ Ζαρί.
Στη «Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια» στο λήμμα «ντανταϊσμός» διαβάζουμε: «ονομασία την οποία υιοθέτησεν καλλιτεχνική και λογοτεχνική σχολή εμφανισθείσα το 1917 ης το πρόγραμμα καθαρώς αρνητικόν, τείνει να καταστήση εις το έπαρκον αυθαίρετον, αν όχι να καταργήση εξ ολοκλήρου την σχέσιν μεταξύ σκέψεως και εκφράσεως» και αφού αναφερθεί στους «σημαντικούς εκπροσώπους» του ρεύματος (Τζαρά, Πικαμπιά, Αραγκον, Μπρετόν) επιμένοντας στη σύγχυση μεταξύ σουρεαλισμού και Νταντά καταλήγει: «Ο ντανταϊσμός δύναται να θεωρηθεί ως αποτελών το ακρότατον όριον της ανεξαρτητοποιήσεως των φθόγγων (!) από της σημασίας των». Το κείμενο υπογράφει ο Θ.Π., δηλαδή ο πολυγραφότατος Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου.
Και αφού λόγω κλίματος (να μην ανεξαρτητοποιήσωμεν τους φθόγγους) η σοβαρή ελληνική ζωγραφική μας στέρησε την αλητεία του Νταντά, μοναδική μας επαφή με το ξύλινο αλογάκι παρέμεινε ο Γκέοργκ Γκροτς. Τροφοδοτεί με εικόνες τις πολιτικές σελίδες της Αριστεράς από το ’60 μέχρι χθες.
Θα τον αποκαλούσαμε «ο τρελός του σχεδίου» όπως τον Χοκουσάι. Ο Γκροτς μετέφερε (διαβάζουμε στο Δίκτυο) την εικόνα που είχε ο κόσμος για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Τετράπαχοι καπιταλιστές (και παπάδες, στρατηγοί, μπάτσοι με το κεφάλι γεμάτο σκατά), τραυματίες, ανάπηροι, πόρνες, φαντάροι, σεξουαλικότητα, εγκλήματα και όργια ήταν τα βασικά του θέματα. Παρά τις εξαιρετικές του ικανότητες στο σχέδιο (ο συντάκτης της στήλης δεν καταλαβαίνει την αντιδιαστολή αυτή), τα έργα για τα οποία είναι κυρίως γνωστός υιοθετούν εσκεμμένα την ωμή φόρμα της καρικατούρας. Γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1893. Ηταν βασικό μέλος της τάσης «νέα αντικειμενικότητα» και του βερολινέζικου Νταντά.
Στην έκδοση «Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης» («Αυγή» και Ινστιτούτο «Πουλαντζάς») η κ. Κατερίνα Καρακάση γράφει για το Νταντά: «Καλλιτεχνικό κίνημα που σχολιάζει καυστικά τον καπιταλισμό δείχνοντας τον δρόμο μιας άλλης έκφρασης που μας προκαλεί να αμφισβητήσουμε τις αστικές αξίες της τέχνης. Απόλυτη και αναιδής απόρριψη της παραδοσιακής τέχνης και των νοημάτων της, και μια κριτική πάνω στην ιδεολογική χρήση της αισθητικής και της πολιτικής προπαγάνδας που σκοπεύει (όπως στην περίπτωση των εθνικοσοσιαλιστών) να αποκρύψει το φρικώδες περιεχόμενό της». Η κ. Καρακάση εξάλλου μας θυμίζει πως η μεγάλη έκθεση Νταντά στο Βερολίνο, το καλοκαίρι του 1920, σόκαρε τους επισκέπτες και εξόργισε τις Αρχές, που βρήκαν προσβλητικά τα εκθέματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποστασιοποιήθηκε από το κίνημα των ντανταϊστών και τους απαγόρευσε να αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές. Το κείμενο κλείνει με την προτροπή «να μη φοβηθούμε να είμαστε ασεβείς, θρασείς και αυθάδεις».
Ασεβέστατος, αναιδής και προκλητικός ντανταϊστής ο Τάσος Παυλόπουλος μάς περιγράφει τον τρόπο που δούλεψε τα έργα που εκθέτει στην «Γκαλερί Σκουφά». «Δεν υπάρχει το τελικό έργο πριν το τσαλακώσω. Πριν στεγνώσει καλά καλά το χρώμα, το κάνω ένα κουβάρι μεγέθους πορτοκαλιού. Είναι η αποφασιστική κίνηση που κάνουμε όλοι πριν καταλήξει ένα χαρτί στον κάλαθο των αχρήστων. Εγώ όμως του δίνω αμνηστία. Ακολουθεί η διαδικασία μιας υπερσύγχρονης ψηφιακής αναπαραγωγής που ονομάζεται Giclee Printing και την εκμεταλλεύομαι για τη δημιουργία της ψευδαίσθησης της τρίτης διάστασης. Το θεωρώ ευρεσιτεχνία μου και μέγα επίτευγμα».
Ισως το “πε ο Μπρετόν ή ο Πικάσο. Η θέληση για δημιουργία αναλώνεται για να μεταβεί το αντικείμενο από το ειδικό στο γενικό, για να υπερκαμφθούν πάση θυσία τα ατυχήματα του εγώ με την προσφυγή στο χιούμορ.