Οι επιμελητές του μυθιστορήματος «Η ζωή και οι απόψεις του Τρίσταμ Σάντι κυρίου από σόι» (Gutenberg) του Λόρενς Στερν σπεύδουν να πληροφορήσουν τον αναγνώστη πως ο συγγραφέας ακολούθησε ένα περίπλοκο και εντελώς «Σάντειο» τρόπο στίξης: παράγραφοι τελειώνουν χωρίς τελεία ή με ένα κόμμα στη θέση της, τριών μεγεθών μπάρες κοσμούν με τον τρόπο τους το κείμενο τσακίζοντας την αφήγηση, δυσχεραίνοντας τεχνηέντως την αντίληψή μας ως προς το ποιος μιλά, ποιος σκέφτεται κ.λπ.
Η μεταφράστρια του έργου εξάλλου κ. Εφη Καλλιφατίδη σημειώνει στην εισαγωγή: «Η ανατροπή υπάρχει ήδη από τον τίτλο, και επεκτείνεται σαρωτικά σε όλους τους κανόνες της γραφής του χρόνου της ροής των γεγονότων και της ίδιας της “κατασκευής” του βιβλίου»… Και τέλος «Μια εισαγωγή είναι πολύ μικρή για να δώσει μια ιδέα αυτού του χαοτικού βιβλίου που σατιρίζει τον καλπασμό της ανθρωπότητας πάνω στο Ξύλινο Αλογάκι (στο νταντά δηλαδή).
Γεννημένος στις 24 Νοεμβρίου του 1713 στην Ιρλανδία, φυματικός, ιερέας και μέλος μιας ομάδας εκκεντρικών -των «Δαιμονικών»- πεθαίνει το 1768 αφήνοντας πίσω του χρέη κι ένα αριστούργημα. Λίγες μέρες μετά την επίσημη ταφή του, το πτώμα του εμφανίζεται στο ανατομικό τραπέζι μιας πανεπιστημιακής σχολής. Αναγνωρίζεται τυχαία και επιστρέφεται στη θέση του.
Το «Σάντι» εν τούτοις είναι ντανταϊσμός; Οι ιστορικοί της τέχνης θεωρούν το νταντά κίνημα του Μεσοπολέμου. Μερικοί αναζητούν την καταγωγή του στην κλασική Ελλάδα. Ο Στερν ειδικότερα, αφού, εκτός των κοινωνικών προκαταλήψεων, της παγιωμένης ηθικής και της πομπώδους συμπεριφοράς, καγχάζει βέβηλα εις βάρος της άκαμπτης αφηγηματικής φόρμας, είναι πρωτοπόρος του ντανταϊσμού. Ακόμα κάτι: πρώτος αυτός ονόμαζε την προσωπικότητα των ηρώων του ξυλινοαλογακική.
Πολλές εβδομάδες πριν, και υπό τον τίτλο «Περικλής Κοροβέσης» γράφαμε για τις εξαιρετικές επιδόσεις του συγγραφέα στη χαρακτική, άγνωστες στο πλατύ κοινό: «Οι γονείς του ήσαν ιδιοκτήτες καταστημάτων με αντίκες και παράξενα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ο μικρός Περικλής πέρασε πολλές ώρες των παιδικών του χρόνων»… «Οι αλλόκοτες μορφές, οι μάσκες, το καρναβάλι, η αλλαγή ρόλων και η σάτιρα θα βρίσκονται σχεδόν πάντα στο έργο τού μετέπειτα ζωγράφου και χαράκτη που αντιμετώπισε τη μια απόρριψη μετά την άλλη».
Βιογραφικά στοιχεία ορθά, αλλά που δεν έχουν καμία πραγματική σχέση με τον φίλο μας, αφού αποτελούν προσωπικά δεδομένα του κορυφαίου Βέλγου ντανταϊστή Τζέιμς Ενσορ (1860-1949). Με έκπληξή μας διαπιστώσαμε (μετά το δημοσίευμα) τη μεγάλη τους ομοιότητα στο πρόσωπο.
«Η πιθανή πραγματικότητα επιτυγχάνεται με κάποια διαστολή των νόμων της φυσικής και της χημείας» γράφει ο Αντρέ Μπρετόν για τον Μαρσέλ Ντισάν στο γ” μέρος της «Ανθολογίας του μαύρου χιούμορ» (Αιγόκερως). Και παρακάτω: «Χάρη σε μια ειρωνική αιτιότητα η απόλαυση επεμβαίνει μέχρις ότου διαμορφωθεί ο νόμος στον οποίο οφείλει να ανταποκριθεί η πραγματικότητα», και αλλού: «Στο έργο του Ντισάν το χιούμορ εμφανίζεται σαν η σιωπηρή προϋπόθεση αυτού του τρόπου εμπειρίας».
Σημειώσαμε τα παραπάνω με αφορμή τη νέα έκθεση του Τάσου Παυλόπουλου στην Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4), που εγκαινιάζεται την Πέμπτη 17 Οκτωβρίου (!). Ο Παυλόπουλος, κατ” εξοχήν εκπρόσωπος του ντανταϊσμού στην Αθήνα και συνεργάτης της «Εφημερίδας των Συντακτών» από τα πρώτα φύλλα, παρουσιάζει την αγαπημένη του καραγκιοζαρία (φανφαρόνοι, κομπορρήμονες, βυζούδες, καλικάντζαροι), τσαλακωμένη, στραπατσαρισμένη, όχι μόνο εικαστικά αλλά και κυριολεκτικά. Πράγματι, αφού με την πλέον επιτήδεια ανικανότητα, χρωματική κλοουνερί, αβέβαιες γραμμές και δυσανεκτικό σχέδιο μουτζάλωσε τις φιγούρες του (να θυμηθούμε τη «Σάντειο στίξη), τσαλάκωσε το ζωγραφισμένο χαρτί πριν το εμφανίσει στο κοινό.
Για όσους θα επιθυμούσαν να αποκαταστήσουν την πραγματικότητα του κοινού τόπου, στα εκθέματα περιλαμβάνεται και ένα σίδερο. Επ” αυτών όλων ίσως επανέλθουμε.
* Νταντά = λέξη της μωρολογίας = ξύλινο αλογάκι = αισθητικό κίνημα του Μεσοπολέμου