Κείμενα δημοσιευμένα στο περιοδικό ΓΑΛΕΡΑ
Λουλούδια αντί µολότοφ, σπρέι αντί όπλων Tεύχος #18, Μάρτιος 2007
Διευθετώντας το κενό, παρεµβαίνει στη σύγχρονη αστική εικόνα και καυτηριάζει τους κανόνες που επιτρέπουν τα µεγαλύτερα εγκλήµατα.
Όταν ήµουν δεκαοκτώ χρονών», γράφει ο Banksy, «πέρασα µια ολόκληρη νύχτα προσπαθώντας να γράψω µε µεγάλους ασηµένιους χαρακτήρες τη φράση “ξανά καθυστερηµένο” στο πλάι ενός τρένου. Η βρετανική Αστυνοµία Μεταφορών έκανε την εµφάνισή της και στην προσπάθειά µου να ξεφύγω, έµπλεξα σε ένα θάµνο γεµάτο αγκάθια και καταξεσκίστηκα. Τα φιλαράκια µου κατάφεραν να φτάσουν στο αµάξι µας και να γίνουν καπνός. Έτσι πέρασα πάνω από µια ώρα κρυµµένος κάτω από ένα βαγόνι µε σκουπίδια, µε τη µηχανή να στάζει πάνω µου λάδια. Όσο ήµουν ξαπλωµένος εκεί, ακούγοντας τους µπάτσους να κόβουν βόλτες στις ράγες, συνειδητοποίησα ότι ήµουν αναγκασµένος να µειώσω στο µισό το χρόνο που χρειαζόµουν για να ζωγραφίσω, αλλιώς έπρεπε να σταµατήσω τα γκράφιτι. Ξαφνικά, κοιτάζοντας το στένσιλ που υπήρχε στον πάτο ενός ντεπόζιτου καυσίµων, συνειδητοποίησα ότι µπορούσα να κοπιάρω το στιλ και να δώσω στο κάθε γράµµα τις διαστάσεις που ήθελα». Και συνεχίζει: «Γύρισα σπίτι αργά τη νύχτα και τρύπωσα στο κρεβάτι δίπλα στο κορίτσι µου. Της είπα ότι εκείνη τη νύχτα είχα βιώσει µια αποκάλυψη και µου είπε να κόψω το ναρκωτικό που έπαιρνα, επειδή κάνει ζηµιά στην καρδιά». Έχουµε ανοιχτό τον τόµο «Banksy ραδιενεργά γκράφιτι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχµιο» µε µετάφραση και επίµετρο του Αλέξη Καλοφωλιά. Καταλάβατε; Οι άγρυπνοι φρουροί τής καλαισθησίας των πόλεων εγκλώβισαν τον δεκαοχτάχρονο βάνδαλο σε ένα καλλιτεχνικό στούντιο νέου τύπου, στο βαγόνι µε τα σκουπίδια, του προσέφεραν την συναισθηµατική φόρτιση του κυνηγηµένου κοπρίτη και δικαιώθηκαν. Ο Banksy κατάλαβε ότι τα γκράφιτι µε τις ανοικονόµητες πληθωρικές συνθέσεις, τις ηφαιστειακές εκρήξεις µορφών και χρωµάτων, αφού είναι χρονοβόρα στην κατασκευή τους, είναι και επικίνδυνα. Υιοθέτησε λοιπόν ένα ύφος γραφής λιτό, µε το ελάχιστο κατά το δυνατόν εικαστικό φορτίο. Ένα σπρέι και δύο-τρεις φιγούρες τού αρκούν για να εκφραστεί και να προστατευτεί από τα κυνηγητά, το αυτόφωρο, τις διώξεις. Η επιλογή αυτή επιβάλλει πριν από κάθε γκράφιτι σαφείς προσανατολισµούς και άρτια τεχνική προετοιµασία. Τα στένσιλ, των οποίων ο Banksy έχει αναδειχτεί δεινός χειριστής, ως µέθοδος αποτύπωσης µας έρχονται από την ανατολή. Οι περισσότεροι ξέρουµε αυτές τις ηµιδιαφανείς πλαστικές λουρίδες µε τις εγκοπές που σχηµατίζουν ψηφία, σύµβολα κάθε είδους και διευκολύνουν µε τη βοήθεια µιας γραφίδας τη χάραξη καθαρών και ευανάγνωστων ιχνογραφηµάτων. Ο καλλιτέχνης που επιθυµεί να αποτυπώσει µε στένσιλ κάτι περισσότερο από σηµειώσεις, οφείλει να οργανώσει το κενό και το πλήρες µιας ενιαίας επιφάνειας. Παλιότερα χρησιµοποιούσαν το χαρτόνι «µανίλα» το πότιζαν µε άφθονο λινέλαιο και αφού στέγνωνε αφαιρούσαν µε ένα νυστέρι, προσεχτικά επιλεγµένα κοµµάτια χαρτιού. Οι φιγούρες τού καραγκιόζη είναι στένσιλ. Μέσα από τα κενά τους, αντί για χρώµα περνάει φως. Αλλά ας ξαναγυρίσουµε στον δηµιουργό των «ραδιενεργών γκράφιτι». Ξέρουµε ποια είναι τα θέµατά του; Ξέρουµε ποια είναι τα θύµατά του, τα εικονογραφικά µέσα που µεταχειρίζεται, οι επιφάνειες που πάνω τους αποτυπώνει τις µορφές του, οι δηµόσιοι χώροι που επεµβαίνει και διεκδικεί. Στα µοτίβα του Banksy συγκαταλέγονται µπάτσοι πίθηκοι, ποντίκια, επιγραφές, σήµατα κυκλοφορίας, εµβληµατικές µορφές των εικαστικών και της ιστορίας, η Τζοκόντα, ο Σκεπτόµενος του Ροντέν, ο Τσε, το κορίτσι του Μάι Λάι, και καθηµερινές φιγούρες τής πόλης, πάνω σε τοίχους του Σόχο του Σαν Φραντσίσκο, στο ισραηλινό τείχος τού αίσχους αλλά και στο Λούβρο, στην Τέιτ γκάλερι ή πάνω σε ζωντανά γουρούνια και γελάδες. Το αισθητικό αποτέλεσµα είναι απρόβλεπτο, βίαιο, άµεσο, αξέχαστο που συνοδεύεται από ένα χιούµορ αόριστο, σχεδόν αβαρές αλλά µεγάλης έντασης. Πώς γίνεται αυτό; Πώς γίνεται µε τόσο µικρό, περιορισµένο όγκο εικαστικού υλικού να µεταδίδεται αυτή η υψηλή απόλαυση; Ας µου επιτραπεί µια παρέκβαση. Στη µελέτη του Νάσου Βαγενά «Η Ειρωνική γλώσσα», ο συγγραφέας παρακολουθεί τους προβληµατισµούς τού Σεφέρη αλλά και ορισµένων κριτικών που φιλοδοξούν να προσδιορίσουν την πηγή τής συγκίνησης στην ποίηση του Καβάφη. «Πώς µπορούσε µια ποίηση να µεταδίδει συγκίνηση όταν η γλώσσα της δεν είναι συγκινητική;» Τα ποιήµατα του Καβάφη «τραβούν τη συγκίνηση δια του κενού», λέει ο Σεφέρης. «Πολλές φορές τα ποιήµατα του Καβάφη δείχνουν τη συγκίνηση που θα είχαµε από ένα άγαλµα που δεν είναι πια εκεί». Εξάλλου ο λόγιος Π. Βλαστός πολύ πριν έχει γράψει πως ο Καβάφης «γυρεύει να µας συγκινήσει µε το άδειο». Υποψιάζοµαι πως κάτι τέτοιο τηρουµένων των αναλογιών συµβαίνει και µε τον Banksy. Πιστεύει ότι τα µεγαλύτερα εγκλήµατα διαπράττονται από όσους τηρούν τους κανόνες. «Αυτοί που σφαγιάζουν χωριά τηρούν τους κανόνες». Για τον Banksy, το τείχος της Παλαιστίνης είναι ο «απόλυτος προορισµός διακοπών για δηµιουργούς γκράφιτι». «Οι εκθέσεις τέχνης» λέει, «είναι οι αίθουσες τροπαίων λίγων εκατοµµυριούχων». Αλλού γράφει «Δεν έχουµε ανάγκη από ήρωες αλλά για κάποιον που θα ανακυκλώσει τα σκουπίδια». Κι ακόµα «Να κάνεις ό,τι γουστάρεις τα κοπυράιτ των διαφηµίσεων. Δεν ζητάς άδεια για να κρατήσεις µια πέτρα που σου πέταξαν κατακέφαλα». Για τον εαυτό του δηλώνει: «θα πω αυτά που πιστεύω οπότε δεν θα πάρει πολύ ώρα». Φτερουγίσµατα νοητικά, εικόνες απούσες στα φτωχά γκράφιτι του Banksy. Αγάλµατα που λείπουν. Σηµειώστε µια αστεία σύµπτωση: τα ίδια τα στένσιλ είναι ένα οργανωµένο κενό. Ψηλά πάνω σε σοβά µεγάλου τοίχου, έχει γράψει: «Το κλειδί στην τέχνη είναι η σύνθεση» και από κάτω ο σοβάς έχει καταρρεύσει ολοσχερώς. Ή πάλι στην κάτω δεξιά γωνία µιας τυφλής πρόσοψης, σηµειώνει: «Δη εντ». Ο ίδιος είναι µια απουσία. Στο τόµο Banksy εµφανίζεται µε το πρόσωπο κρυµµένο επιµελώς. Ποιο είναι το βιογραφικό του; Στην έκδοση που κυκλοφορεί, τα απλά ελληνικά τού Αλέξη Καλοφωλιά µάς βοήθησαν να χαρούµε την τέχνη τού Banksy. Τον ευχαριστούµε.
του Διονύση Σουρλή
|