Κείμενα δημοσιευμένα στο περιοδικό ΓΑΛΕΡΑ
Η καταστροφή της λογικής ως µία των καλών τεχνών Tεύχος 21, Ιούνιος 2007
Αγαπητός φίλος που το σατιρικό του πνεύµα τρέφει τρία έντυπα, µεταξύ των οποίων και την ΓΑΛΕΡΑ, µου έλεγε πρόσφατα ότι ο καλύτερος έλληνας χιουµορίστας είναι ο σεναριογράφος του «Φωτογράφου». Το µέγεθος του προηγούµενου επαίνου πολλαπλασιάζεται εάν αναλογιστούµε πόσο δύσκολα γράφεται ένα καλό αστείο σενάριο και πόσο συχνά αισθάνεται κανείς δυσάρεστα όταν υποχρεώνεται να κρίνει έναν νεοεµφανιζόµενο αφηγητή, υποψήφιο για καλλιτεχνική ταφή. Εν τούτοις, οι επιδόσεις των σεναριογράφων τής φουρνιάς µας, όσον αφορά τα κόµικς, υστερούν µόνο κατά το πλήθος. Τα ονόµατα Ιωάννου, Αρκάς, Λέανδρος, Ζερβός, Soloup, τα οποία µας οδηγούν αργά αλλά σταθερά στη φράση «συγγνώµη για όσους ξέχασα», θυµίζουν ευφυέστατα απολαυστικά εικονογραφήµατα, αντίδοτα στην κατήφεια. Θα συνεχίσουµε τερµατίζοντας εδώ τα εγκώµια, επειδή µειώνουν την κριτική ικανότητα και αυξάνουν τους ζηλόφθονους. Με υπογραφή µεγάλου κύρους έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η επανάληψη είναι µία από τις 4-5 µεθόδους για την παραγωγή γέλιου, άποψη που επιβεβαιώνεται στην πράξη. Αλλά ο γράφων δεν αισθάνεται καµία ιλαρότητα επειδή µετά τις 3 µ.µ. ακολουθεί πάντα η 4 µ.µ., ούτε ξεκαρδίζεται επειδή µετά την Παρασκευή έχουµε οπωσδήποτε Σάββατο. Για όσους εκτός από το χρονόµετρο και το ηµερολόγιο διαβάζουν και κάνα βιβλίο, η φράση «Σαν φάνηκε η ροδοδάκτυλη αυγούλα» που την διαβάζουµε ξανά και ξανά στην «Οδύσσεια» δεν προκαλεί γελοία εντύπωση, αλλά ένα κάποιο λυρικό συναίσθηµα. Μήπως πρέπει να αποκλείσουµε την επανάληψη σαν µέθοδο παραγωγής γέλιου; Ο συντάκτης τού παρόντος έχει τη γνώµη ότι γέλιο προκαλείται µε τα ίδια µέσα που δηµιουργούνται οι συγκινήσεις στις αφηγηµατικές ή εικαστικές τέχνες. Γιατί να συµβαίνει κάτι διαφορετικό µε το αστείο; Σε πείσµα τού περίπλοκου, µια παροµοίωση ανεβάζει κάτι το φαινοµενικά ταπεινό σε µια άλλη υψηλότερη αξία και αντίστροφα, µια άλλη παροµοίωση ή µεταφορά, προκαλεί το αίσθηµα του γελοίου µειώνοντας την υψηλά ιστάµενη αξία. Αυτό συµβαίνει στα τρία πρώτα καρέ του «Φωτογράφου» Νο 2. Μια ωραία πεταλούδα συνοδεύει τον µαγευτικό της χορό µε πορδές που αµολάει στα µούτρα των θεατών. Η πλουµιστή οπτασία παροµοιάζεται µε το πιο χοντρόπετσο ζωντόβολο. Για να ξέρουµε τι µας περιµένει. Στον «Φωτογράφο» η υψηλή αξία που υποφέρει από καρέ σε καρέ, δεν είναι τόσο η οµορφιά όσο η λογική. Ο κοινός νους, τα αυτονόητα, τα φυσικά επόµενα, τα πάγια και τα δεδοµένα διαλύονται µε αφοπλιστική χάρη. Στα σύνορα εικόνας και λόγου καραδοκούν παράδοξοι συνειρµοί και παρεκβάσεις, αλλόκοτες µεταπτώσεις, ανακόλουθα συµπεράσµατα, απρόβλεπτα συµβάντα. «Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων µάγων» το κόµικς των Βαβαγιάννη-Δερβενιώτη δεν είναι παρά οι χαρακτηριστικοί τύποι του και οι µεταξύ τους συγκρούσεις από επεισόδιο σε επεισόδιο, µέχρι το µη αναµενόµενο τέλος. Οι αµερικάνοι έπλασαν τον άνθρωπο-νυχτερίδα, τον άνθρωπο-αράχνη, τον άνθρωπο-λάστιχο και ο Βαβαγιάννης τον άνθρωπο-άνθρωπο, αντίπαλο του Φωτογράφου. Όλοι οι τύποι των αφηγηµατικών τεχνών στοιχειώνονται από µια εµµονή. Ο Καραγκιόζης πεινάει, ο Ιζνογκούντ θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, ο Αντώνιος του Soloup αντιστέκεται στους πειρασµούς, ο Φωτογράφος χτυπάει γκοµενάκια. Οι σκηνές είναι δαιµονικές, το βιβλίο ένα ντελίριο. Αν γυριζόταν σε φιλµ θα έσπαγε ταµεία. Μόνο η τρίτη σελίδα από το τέλος δεν µπορεί να γίνει σινεµά, η καλύτερη του εικονογραφήµατος, επειδή παίζει µε το ντεκουπάζ, το γλωσσικό σύστηµα των κόµικς. Σε όλο το προηγούµενο αφήγηµα, το ντεκουπάζ –το στόριµπορντ, αν προτιµάτε– αποσύρεται, όπως οφείλει, στο παρασκήνιο. Οργανώνει την ιστόρηση, εξυπηρετεί την απρόσκοπτη, άνετη ανάγνωση. Δια χειρός Δερβενιώτη. Ο αυτουργός των «Μάνα ρέιβερ», ξέρει το πότε και το γιατί των γκρο πλαν, ή τα µεγέθη και τη συχνότητα των γενικών. Ο ίδιος σχεδίασε χαρακτήρες αστείους, διακριτούς, ανεξίτηλους. Του αποδίδουµε ακόµα µια αρετή. Έχει ιδέες, ικανότητες και κοινό. Αλλά, ανέλαβε να ολοκληρώσει το έργο ενός άλλου. Προσοχή στο πουλάκι.
του Διονύση Σουρλή
|