Κείμενα δημοσιευμένα στο περιοδικό ΓΑΛΕΡΑ

 

  Μονοµαχία µε το νουάρ
  Tεύχος 45, Ιούνιος 2009

 

   Ο συγγραφέας του «Απολύοµαι και τρελαίνοµαι» επιστρέφει µε νέο βιβλίο, ο Γιάννης Καλαϊτζής το σχολιάζει, και ο Σπύρος Δερβενιώτης σπεύδει να εικονογραφήσει το «Σπλιτ!», που µόλις κυκλοφόρησε.

   Στο ερώτηµα της Σφίγγας «τι είν’ αυτό που το πρωί βαδίζει µε τα τέσσερα, το µεσηµέρι µε τα δύο και το βράδυ µε τα τρία;» ο Οιδίπους απαντάει «ο άνθρωπος» και απαντάει λάθος. Η σωστή, η ακριβής απάντηση είναι «εγώ».
   Αυτό το διάσηµο αίνιγµα γεννήθηκε κάπου στην ανατολική Μεσόγειο και ήταν ακόµα µια απόδειξη πνεύµατος στα παιχνίδια συναναστροφής αυλικών και αξιωµατούχων. Ο Οιδίπους δεν είναι άνθρωπος της αυλής όταν συναντά τη Σφίγγα, είναι τραγικός ήρωας. Και ευτυχώς έδωσε την απάντηση του συρµού. Αν απαντούσε σωστά, η τραγωδία θα είχε τελειώσει εκεί, αφού µε µεγάλη ευκολία θα έδινε την ίδια απόκριση στο ερώτηµα «ποιος σκότωσε τον Λάιο;».
   Το θέµα τής πρώτης τραγωδίας τού θηβαϊκού κύκλου είναι υπαρξιακό, ψυχαναλυτικό, γνωσιολογικό, θεοσοφικό, λένε. Και αστυνοµικό, προσθέτουν κάποιοι, αφού από το πρώτο επεισόδιο καταζητείται ένας δολοφόνος.
   Στις µεγάλες αφηγήσεις µε αστυνοµική πλοκή, τα ερωτήµατα µάς αφορούν προσωπικά και οι απαντήσεις µάς περιλαµβάνουν, τηρουµένων των αναλογιών, κάνουµε δεν κάνουµε τις αναγωγές στον ιδιωτικό µας κόσµο.
   Ο Οιδίπους, που απαντά γενικά και αόριστα, καταδικάζεται από την τυφλότητά του το βράδυ να περπατά µε τα τέσσερα. Τον οδηγεί ένα παιδί.
Στην κορύφωση –να την πω έτσι;– του «Σπλιτ», εκεί που ο ερευνητής δηµοσιογράφος, ήρωας της αφήγησης, συναντά επιτέλους το κακό, τον ιδρυτή µιας γιγαντιαίας ύποπτης επιχείρησης, ο συγγραφέας Χριστόφορος Κάσδαγλης στρέφεται στον αναγνώστη, διακόπτοντας την αφήγηση: «Μην περιµένεις τώρα να δολοφονήσω τον Μπάρλοου, ε;».
Δεν είναι η µοναδική φορά που ο δηµιουργός ρίχνει ένα ψυχρό βλέµµα τρίτου στο γραπτό. Γιατί το κάνει; Ο ήρωάς του, ο Βλαδίµηρος Δηµητριάδης, κινείται µε µεγάλη άνεση στα καζίνο, σ’ αυτά τα µέγαρα ανοχής που λειτουργούν σύµφωνα µε το τρέχον δίκαιο εκτός νόµου και παρέχουν υλικό για συναρπαστική γραφή. Η µοιραία γυναίκα είναι ορατή και απτή, ο σκοτεινός, δυσοίωνος λαβύρινθος του Μπάρλοου χτίζεται αδρά σε µια διήγηση-στοίχηµα που ο συγγραφέας το κερδίζει. Εντούτοις, οι καλύτερες σελίδες τού βιβλίου –πρωτότυπες, απολαυστικές, χαριτωµένες, ξερές όπου χρειαστεί– του Κάσδαγλη 100% καραδοκούν εκεί που τα ερωτήµατα µάς αφορούν προσωπικά. Στην Αθήνα τού παρόντος.
Παρακολουθούµε µια αντιπαράθεση του νουάρ µε τις σπινθηροβόλες πτυχώσεις τού φθαρτού, που ο Κάσδαγλης τις ξεδιπλώνει µε προπέτεια επιδειξία.
   Ο διχασµός τού αφηγήµατος (πάνω κάτω αυτό θα πει «Σπλιτ») και η γλωσσική δεινότητα του δηµιουργού ποικίλουν την απόλαυση, ιδίως όταν απροσδόκητα εµφανίζεται η Πυθία στον µικρό δακτύλιο, µε µορφή τσιγγάνας, πιο αξιόπιστη και φερέγγυα από την οπτασιαζόµενη Σίβυλλα των Δελφών, ή, όταν ο αναγνώστης και ο ήρωας ποντάρουν όλα τα λεφτά εκτός καζίνο, στο κατερειπωµένο σινεµά «Ερέχθειον».
   Οίδηµα µπορεί να σηµαίνει και µάθηµα. Λέµε: «ο παθός είναι µαθός», ή «είδα κι έπαθα», κι ακόµα, «θα του δείξω για να µάθει», δηλαδή θα τον κάνω να υποφέρει. Ο ήρωας του Κάσδαγλη δεν έχει όρεξη να πληρώσει οδυνηρά τα στοιχεία που µάζεψε για τον Μπάρλοου. Τουναντίον! Η ενηµέρωση θα περιµένει. Και ο φόνος επίσης.
   Κράτησα µια σηµείωση για το τέλος. Το «Σπλιτ» διαβάζεται απνευστί µέχρι την τελευταία αράδα. Ακόµα κάτι. Ξεκινώντας το σηµείωµα αυτό, έφτιαξα ένα τζιν τόνικ. Έπρεπε να ήταν τζίµλετ. Στην υγειά τού εγκλήµατος.