Υπάρχει ζωή μετά τα αφεντικά;

  Εφημερίδα των Συντακτών, 15-16 Δεκεµβρίου 2012

 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------

   «Χρήσις Φαντασιών»

Ο εφευρέτης του χριστιανισμού Παύλος ή Σαύλος,γνωρίζοντας εκ των προτέρων το απόφθεγμα του 19ου αιώνος «μόνον οι ατάλαντοι αντιγράφουν, οι ταλαντούχοι κλέβουν», καταλήστεψε τη θεατρική δομή των διονυσιακών παραστάσεων και με τα κλοπιμαία οργάνωσε και καθιέρωσε τις λειτουργίες της εκκλησίας του. Ακόμα και ένα επιπόλαιο βλέμμα -αναπόφευκτα επιπόλαιο, αφού το θρήσκευμα είναι η απόλυτη επιφάνεια- θα μας επιβεβαιώσει τις αντιστοιχίες: κορυφαίοι-ψάλτες, χορός-πιστοί, ιερείς-υποκριτές.
Αυτές οι χριστιανικές τελετές προϊόντος του χρόνου διαφοροποιήθηκαν από τα ελληνικά θεατρικά δρώμενα ως προς την κανονικότητα του ρεπερτορίου. Σε αντίθεση δηλαδή με το διαρκώς ανανεούμενο πρόγραμμα του διονυσιακού θεάτρου (οι τραγωδίες παίζονταν μόνο μία φορά) οι χριστιανοί εκκλησιαστές ανέβαζαν και ανεβάζουν πάντοτε τα αυτά θεάματα σε αυστηρά καθορισμένες ημερομηνίες, όρντινο που ουδέποτε παραβιάζεται. Η ως άνω σταθερή διοργάνωση ομοίων, κατά το δυνατόν, σε όλους τους ναούς παραστάσεων μεταβάλλει την αβεβαιότητα σε σιγουριά και προσφέρει καταφύγιο στους έμφοβους. Οπως γράφει ο ΟσκαρΟυάιλντ στο «Ο κριτικός ως δημιουργός»: «Οι θρησκείες έχουν πιστούς όχι διότι απευθύνονται στη λογική, αλλά επειδή επαναλαμβάνονται».
Αν και το εντός των ναών χριστιανικό θέατρο αποτελεί σάρκα εκ της σαρκός της διονυσιακής λατρείας, η εκκλησία του Παύλου επιτίθεται στους θιάσους με τη μανία του ευεργετηθέντος και την αγοραία πολεμική του επαγγελματικού ανταγωνιστή. Και τούτο επειδή οι προς διανομή θεατές παραστάσεων και λειτουργιών είναι οι αυτοί. Και όσο αντίπαλοι της χριστιανικής μισαλλοδοξίας θεωρούνται τα ανυπεράσπιστα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού, ο φανατισμός της θεούσας και η σχιζοφρένεια του ιερομονάχου επαρκούν για την καταστροφή. Οταν όμως οι αρχιερείς καθορίζουν ως στόχους σκηνοθέτες, ηθοποιούς, συγγραφείς, χιουμορίστες, μετανάστες ή άστεγους, τότε οι αγαθοί λευίτες επιστρατεύουν τη γενναιότητα των Χαζάρων, των Αλαμανών, των Πατσινάκων, των Παναγιώταρων ή των Κασιδιάρηδων προκειμένου να τεμαχίσουν τα σφάγια και να τροφοδοτήσουν τους πιστούς.
Eφάρμοσαν λοιπόν το εκκλησιαστικό κεκτημένο οι ρασοφόροι που, συνεπικουρούμενοι από άνδρες των κ.κ. Μιχαλολιάκου και Δένδια, ματαίωσαν τις παραστάσεις του «Κόρπους Κρίστι». Και συνεχίζει τις ωραίες παραδόσεις της Ορθοδοξίας ο καλός μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, ο οποίος (αφού προηγουμένως αποκήρυξε το στοματικό σεξ), συνοδευόμενος από ανδρείους βουλευτές της Χ.Α., κατέθεσε μήνυση κατά των συντελεστών τού εν λόγω θεάματος «για κακόβουλη βλασφημία». Την αλήθεια των ως άνω ισχυρισμών και το δίκαιο του μητροπολίτη επιβεβαιώνουν μέχρι κεραίας οι εξοργισμένοι χριστιανοί από τον Αύγουστο του 1959. Εξανάγκασαν τον τότε υπουργό Προεδρίας να κατεβάσει από το Ηρώδειο την παράσταση των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη. Και γνωρίζουμε πως οι ηθοποιοί του «Χυτήριου» αμφισβητούν την παναγιότητα ενός Ιησού, όταν ο θίασος του Κουν σατίριζε μόνο τους ορθόδοξους ιερείς με βωμολοχίες αντάξιες του προέδρου της Βουλής κ. Μεϊμαράκη.
Αγαπητοί αναγνώστες, ο κόσμος των Γραμμάτων και της Τέχνης οφείλει ευγνωμοσύνη στους ρωμαλέους άνδρες του κ. Κασιδιάρη, επειδή η δράση τους έστρεψε την προσοχή της πολιτείας, της Εκκλησίας και του κοινού στα ζητήματα του πολιτισμού. Και θα πρέπει να κληθεί αποσυνάγωγος ο μητροπολίτης Σιατίστης Παύλος, ο οποίος, με αφορμή την επιδρομή τής «καθ’ ημάς Ανατολής», δήλωσε: «Η Χρυσή Αυγή τον Χριστό διώκει, τον προσβάλλει και τον εξευτελίζει καθημερινά και το πράττει στα πρόσωπα των προσφύγων, των μεταναστών, ακόμα και των παιδιών».
Με τέτοια μυαλά θα εγκαταλείψουμε το θέατρο στην τύχη του και θα συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στην οικονομική καταβαράθρωση της χώρας, στη λίστα Λαγκάρντ, στη φοροδιαφυγή τραπεζιτών, εφοπλιστών, κατασκευαστών και Ορθοδόξου Εκκλησίας.

   Επειδή, σύμφωνα με τους χριστιανούς, πιο εύκολα περνάει μια καμήλα από την τρύπα της βελόνας παρά ένας πλούσιος από την πύλη του παραδείσου, προκειμένου να ριχτεί ο ελληνισμός στο αιώνιο πυρ της κολάσεως, ο κ. Μπόμπολας και οι συν αυτώ Καναδοί ανέλαβαν με αυτοθυσία τα ορυχεία χρυσού στην Κασσάνδρα.

  Πολύ πριν από τη θρησκεία του Παύλου, ο ελληνικός κόσμος, οι γίγαντες του απολλωνίου πνεύματος και η λαϊκή θυμοσοφία αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας τον πλουτισμό. Στον ομηρικό Ολυμπο, τη θεϊκή μέριμνα του πλούτου ανέλαβε ως πάρεργο ένας μόρτης: ο Ερμής. Η Αθηναίων πολιτεία εμφανίζει τον Πλούτο άπαξ ως ένα μισοπάλαβο τυφλό μόμολο που άγεται και φέρεται από τις ρίμες του Αριστοφάνη. Οι τοπικοί ή πανελλήνιοι ήρωες της μυθολογίας αγωνίζονται εναντίον σκύλων, ταύρων, ορνίθων, γιγάντων ή τεράτων, αλλά αδιαφορούν για τα πλούτη. Ο Οδυσσέας, πορθητής της Τροίας και απόλυτα ενδεής, επιστρέφοντας στην Ιθάκη θα αναμετρηθεί με τον ζητιάνο Ιρο με έπαθλο τη ζηλευτή θέση του αυτοκρατορικού διακονιάρη. Εάν υποθέσουμε πως το χρυσόμαλλο δέρας συμβολίζει κάποιον αμύθητο θησαυρό, η απόκτησή του κόστισε ποικίλες αιματόβρεχτες, ανατριχιαστικές ανθρωποθυσίες. Ο κάτοχος του χρυσόμαλλου δέρατος, ο Ιάσων, αυτοκτονεί ή «εφονεύθη υπό δοκού της Αργούς ήτις έπεσεν επί της κεφαλής του».

  Κατόπιν αυτών, ο αναγνώστης κατανοεί για ποιους λόγους το ελληνικό Δημόσιο πούλησε στις 12 Δεκεμβρίου του 2003 τα μεταλλεία Κασσάνδρας έναντι 11 (έντεκα) εκατομμυρίων ευρώ –χωρίς να διεξαχθεί διαγωνισμός– στην Α.Ε. «Ελληνικός Χρυσός». Και, όπως έγραψε ο κ. Τάσος Σαραντής στην «εφημερίδα» μας (24/11/2012), η αγοραία αξία των μεταλλείων μετά την πώλησή τους ήταν 408 εκατ. ευρώ, δηλαδή 37 φορές περισσότερο. Να σημειωθεί εξάλλου πως η σημερινή τους τιμή στο χρηματιστήριο του Τορόντο είναι 2,3 δισ. ευρώ.

  Αλλά είμαστε βέβαιοι πως οι κ. Παπακωνσταντίνου και Πάχτας, ένθερμοι υποστηριχτές της παραχώρησης των ορυχείων, απαντούν στα ερωτήματα που προκύπτουν με το φιλοσοφημένο τραγούδι της τάβλας: «Ποιος πλούσιος απέθανε και πήρε βιος μαζί του; Πήρε τρεις πήχες σάβανο να τ’λίξει το κορμί του». Και εάν οι αρμόδιοι επί των οικονομικών αγνοούσαν τις υποδείξεις των αρχαίων μύθων ή των δημωδών ασμάτων, τις ώς άνω επιλογές του κράτους, όσον αφορά τα ορυχεία, καθοδήγησαν ασφαλώς οι τάσεις και οι σχετικές αντιλήψεις των μεγάλων φιλοσόφων. Εξ αυτών ο Σωκράτης, ο πλέον αποδεκτός από το νεοελληνικό καθεστώς, κυκλοφορούσε «άπλυτος σαν λυχνοστάτης», κακοζωισμένος και πάμπτωχος. Στην άλλη πλευρά -σχετικά με την κοινωνική αποδοχή- ο Διογένης από τη Σινώπη, «παραχαράκτης νομισμάτων» το επάγγελμα (ανασκεύαζε τις κοινές πεποιθήσεις δηλαδή), πέθανε τρώγοντας μια χαλασμένη σουπιά που βρέθηκε στον δρόμο του. Οι στωικοί, θαυμαστές των δύο προηγούμενων, φτωχοντυμένοι, συχνά ξυπόλυτοι, διδάσκουν περί ιδιοκτησίας όπως ο Επίκτητος: «Τι ουν εστί σον; Χρήσις φαντασιών» («Τι είναι δικό σου; Η χρήση των εντυπώσεων»).

  Είναι αλήθεια πως ο Ζήνων, ο Χρύσιππος και ο Επίκτητος επηρέασαν βαθιά τη φιλοσοφική σκέψη ανά τους αιώνες. Εν τούτοις αγνοούσαμε μέχρι τώρα ότι μας κυβερνά ένα ρεύμα της στωικής σχολής. Πώς να εξηγήσουμε διαφορετικά την ψυχρότητα, την περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι κυβερνώντες για τα κέρδη που θα προκύψουν από την εκμετάλλευση των ορυχείων χρυσού στις Σκουριές της Κασσάνδρας; Ο συνάδελφος που αναφέραμε προηγουμένως γράφει καθαρά: τα έσοδα του ελληνικού Δημοσίου από την εξόρυξη θα ’ναι 0 (μηδέν) ευρώ. Και τούτο επειδή ο μεταλλευτικός Κώδικας ορίζει ότι ο ορυκτός πλούτος ανήκει αποκλειστικά στις εταιρείες και δεν προβλέπεται απόδοση δικαιωμάτων στο κράτος.

  Αγαπητοί αναγνώστες, στον «Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε» (του Τζον Χιούστον με τον ΧάμφρεϊΜπόγκαρντ «ένα από τα καλύτερα φιλμ όλων των εποχών», βασισμένο στο συναρπαστικό αφήγημα του ΜπομπΤρέιβεν), οι τρεις αλήτες που εκμεταλλεύονται μια φλέβα χρυσού, πριν εγκαταλείψουν το ορυχείο, οφείλουν, σύμφωνα με τον αρχηγό τους, να αποκαταστήσουν τις βλάβες που προκάλεσαν στο βουνό. Στις Σκουριές της Χαλκιδικής οι χρυσοθήρες θα καταστρέψουν 3.000 στρέμμ. δάσους. Σχεδιάζουν την εξόρυξη 200 εκατομμυρίων τόνων γης. Η μέση κατανάλωση νερού ανά κιλό παραγόμενου χρυσού θα είναι 691.000 λίτρα. Για τούτο, οποιοδήποτε κρατικό πρόγραμμα επαναφοράς στην προγενέστερη οικολογική και οικονομική ενότητα είναι αδιανόητο. Επαφίεται στον πατριωτισμό των επενδυτών, οι οποίοι θα κάνουν τα πάντα για το Οντάριο, το Κεμπέκ, τη Μανιτόμπα, το Γιούκον ή το Λαμπραντόρ απ’ όπου κατάγονται.