Υπάρχει ζωή μετά τα αφεντικά;

 

Εφημερίδα των Συντακτών, 5-6 Σεπτεμβρίου 2015

---------------------------------------------------------------------------------------------------------

  

 

Την έσφαξα γιατί την αγαπούσα!

 

 

«Φύγε, Στέλλα, κρατάω μαχαίρι». Αυτή είναι η διασημότερη φράση του ελληνικού κινηματογράφου. Φορτίζει με αφόρητο πάθος την τελευταία σεκάνς του φιλμ, το οποίο ισχυρίζεται βασίμως ότι εάν βιώνουμε μια παγκόσμια νεύρωση, αυτή δεν είναι η θρησκεία αλλά ο έρωτας, βεβαιότητα που απορρίπτει τόσο ο Φρόιντ όσο και ο κ. Λαφαζάνης.

 

Και όσον αφορά τον δεύτερο ως ήρωας πλέον και ηγέτης των πολύ αριστερών αμφισβητεί τη θεωρία μας τεμαχίζοντας διαμιάς την αποχαλινωμένη Στέλλα -επειδή την αγαπούσε- με όρους πολιτικούς. Ανατρέπει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκοντας τη φθορά των ευρωπαϊκών συμφωνιών και των συμφώνων του αλφαβήτου.

 

Και ως γνωστόν ο Κακογιάννης μετρίασε επαινούμενος το τραγικό ύψος της αφήγησης βασιζόμενος στη ναΐφ υποκριτική του Φούντα, στην ηλικία της Μερκούρη και στην ινδοαζτέκικη μουσική του Χατζιδάκι. Συνέθεσε τα πιο φίνα οφ Μπροντγουέι κομμάτια του, φιλοδοξώντας να μυήσει στη λαϊκή μουσική την Κοκκινιά, τα Πετράλωνα και τα Σεπόλια.

 

Και ακολουθώντας -οι πολύ αριστεροί- την αυτή αισθητική γραμμή των περιορισμένων τεχνικών μέσων και δημιουργικών δεξιοτήτων, που διά της απλότητας συγκινούν τις λαϊκές τάξεις, επιλέγει ρήτορες και πολιτικούς σχεδιαστές ασυνάρτητων ισχυρισμών αντιφατικών στοχεύσεων και οργανωμένων ανοησιών, ούτως ώστε διά των κ. Λεωτσάκου ή Πετράκου να ανεβάσουν μια πολιτική όπερα-μπούφα της αποδοχής του 4%.

 

Οι θιασώτες της «Iskra» εν τούτοις και οπαδοί του σοσιαλιστικού ρεαλισμού -λόγω άγνοιας άλλου- εκπληρώνουν το ιστορικό τους καθήκον σε βαθμό κακουργήματος, κάπου στη Βαϊκάλη. Στον «41ο» της Μοσφίλμ η Ιζόλδη Ιζβίτσκαγια -ενσαρκώνει το πνεύμα της επανάστασης- επιλέγει ως ιερό σφάγιο έναν αξιωματικό του τσάρου αντικείμενο του σκοτεινού πόθου της και τον εκτελεί αυτόν τον «41ο» αντί της τεσσαρακονταετούς ηρωίδας του Κακογιάννη.

Αλλά του κ. Λεωτσάκου επιτρέποντος (αγνοούσε μέχρι πρότινος τη χρήση της γενικής και για τούτο τη μεταχειρίζεται πλέον κατά κόρον για την αποκατάσταση των παραλείψεων) πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση υπήρξε η Γαλλική. Οταν ο Αντρέι Βάιντα παρέταξε τις καρμανιόλες στα σινεμά μιλώντας για τους Ιακωβίνους ως προσομοίωση των σταλινικών, εισέπραξε την οργή των εφημερίδων του Γιαρουζέλσκι «Εθνος» και «Νέα».

 

Παρ’ όλα αυτά ο Σαιν-Ζιστ, από τους μεγαλόσχημους του 1789, αγωνιζόταν υπέρ των λαϊκών δικαιωμάτων διά της αυτοθυσίας των άλλων. Διαβάζουμε Ροΐδη. Κακόβουλο, μνησίκακο και ασφαλώς οπαδό τους 3ου κατάπτυστου μνημονίου.

 

«Πάντες, έλεγε (ο Σαιν-Ζιστ) θέλομεν την δημοκρατίαν, αλλ’ ουδείς στέργει να ζει ενάρετος και πτωχός. Πρόκειται ήδη να συνηθίσωμεν εις την αρετήν άνδρας εγωϊστάς εις το ίδιον μόνον συμφέρον αφορώντας και εις την ελευθερίαν λαον ταπεινωμένον και διεφθαρμένον υπό της δουλείας. Ενί λόγω εκ των συντριμμάτων της πάλαι κακίας να κατασκευάσωμεν δημοκρατίαν βάσιν έχουσαν την αρετήν».

 

«Την δημοκρατίαν δε ταύτην ενόμιζε κατορθωτήν διά δρακοντείων νόμων, επί μακρόν έτι υποστηριζομένων υπό της λαιμητόμου νυχθημερόν εργαζομένης, πέραν δε της αιματώδους ταύτης λίμνης διέβλεπε τον χρυσούν αιώνα».

 

«Ινα δε καταστήση “ενάρετον” και ευαίσθητον τον γαλλικόν λαόν, ενώπιον ουδενός εγκλήματος οπισθοδρομεί~ πέμπει αγεληδόν εις την σφαγήν και αυτούς τους φίλους και συνενόχους και στωϊκώς ανακράζει: «Τα πάντα είναι θεμιτά, όταν αφορώσιν εις το κοινόν καλόν. Ας γίνωμεν αχάριστοι, ίνα σώσωμεν την πατρίδα»»

(Ροΐδη άπαντα, 1ος τόμος, «Μελέτη περί Σαιν-Ζουστ», εκδ. ΕΡΜΗΣ).

 

Βαθύς γνώστης της αιματόβρεχτης ιστορίας ο συγγραφέας της Πάπισσας προτίμησε χάριν των αναγνωστών να αφηγηθεί την «ιστορία ενός τυφεκισμού» «την ψυχολογία συριανού συζύγου» την ζωή ενός αλόγου, μιας γάτας κ.λπ.

 

Οσο για μας, κλείνουμε το μεταφυσικό σημείωμά μας επιστρέφοντας στην όπερα-μπούφα της Στέλλας και των πολύ αριστερών που ευθύνονται για τον διχασμό της Αριστεράς και της επικεφαλής τους αριστερής χωρίστρας.