Υπάρχει ζωή μετά τα αφεντικά;

 

 Εφημερίδα των Συντακτών, 26-27 Οκτωβρίου 2013

 ---------------------------------------------------------------------------------------------------------

   Το μελό της γυφτιάς

 

Οσοι οικειοθελώς επωμίζονται την ανάπτυξη μιας νέας εθνικής αφήγησης οργάνωσαν τη σκηνική οικονομία του αισθηματικού δράματος «το ξανθό αγγελούδι» με τον τρόπο του Μπιζέ, του Λόρκα, του Παπαδιαμάντη, του Παλαμά και του Γιάννη Καλαϊτζή. Και πληροφορηθήκαμε κάθε λεπτομέρεια των δίπολων Ρομά και γαλανά μάτια, Ρομά και κατάξανθα μαλλιά, Ρομά και ανυπεράσπιστο σπουργίτι, καθ” ην στιγμή τις σχέσεις Τσιγγάνων με την περίθαλψη, την εκπαίδευση και τη δουλειά καλύπτει σιγή τάφου.

 

Αγαπητοί αναγνώστες, στον «Ανθρωπο από μάρμαρο» του Αντρέι Βάιντα, ο Μπίρκουτ, κεντρικό πρόσωπο του φιλμ, πρώην σταχανοβίτης, ήρωας της εργασίας δηλαδή στη σταλινική Πολωνία, αγκαζάρει μια ορχήστρα Τσιγγάνων και μεθυσμένος κατεβάζει την τζαμαρία ενός αστυνομικού τμήματος. Καταδικάζεται από το καθεστώς επειδή ήταν λέει ο αρχηγός της μυστικής αντιλαϊκής τρομοκρατικής οργάνωσης «Τσιγγάνικη ορχήστρα».

 

Με τον τίτλο αυτό -«Τσιγγάνικη ορχήστρα»- ο συντάκτης της στήλης δημοσίευσε προ αμνημονεύτων ετών ένα κόμικ χιλίων και μιας εικόνων σε μαύρο-άσπρο, που δεν έχουν καμία άλλη σχέση με ορχήστρες, Τσιγγάνους ή Πολωνούς. Πρόκειται για μια ιστορία περιπλάνησης στη νυχτερινή Αθήνα της μεταπολίτευσης, απομίμηση εκείνου του κύματος ταινιών ιδανικής αλητείας τις οποίες ο θυμόσοφος τεχνικός του ελληνικού σινεμά, ο Ανανίδης, χαρακτήριζε: «Και περπατάει και περπατάει και περπατάει…». Περισσότερα στην ιστοσελίδα μας www.gianniskalaitzis.gr, που επαναλειτουργεί συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και τη σωτηρία της πατρίδας.

 

Το βέβαιο είναι πως ο υπογράφων το παρόν συνέχισε διά των εικόνων το έργο του Παπαδιαμάντη και του Παλαμά -για να περιοριστούμε στους εκ των Ελλήνων κορυφαίους- οι οποίοι στους τίτλους των έργων τους αφιερώνουν χώρο στους Τσιγγάνους, όχι όμως και στις αναρίθμητες σελίδες που ακολουθούν. Πράγματι «Η γυφτοπούλα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αναφέρεται στον βίο και την πολιτεία του Πλήθωνος Γεμιστού αλλά πολύ λίγο στη ζωή της γυφτοπούλας και ο Κωστής Παλαμάς στον «Δωδεκάλογο του γύφτου» εκθέτει τις απόψεις του για την πατρίδα, τη θρησκεία, την κοινωνία, την τέχνη και αγνοεί τον γύφτο του τίτλου.

 

Προφανώς έχει αποδειχτεί κατά τρόπον αναμφισβήτητο ότι εάν η ωμή καθημερινότητα των Τσιγγάνων έρθει στο φως της ημέρας, θα απονεκρωθεί ο δημιουργικός οίστρος της λυρικής ποίησης, της μυθοπλασίας, του λαϊκού πάλκου και της εικονογράφησης. Για τούτο, ενώ ο Ουμπέρτο Εκο, ο Ρομπέρτο Σαβιάνο ή το WikiLeaks μάς έχουν αποκαλύψει τον ερεβώδη, ζοφερό ή αστείο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών, της μαφίας ή των αποκρυφιστών, αγνοούμε τι συμβαίνει στο Ζεφύρι ή στα Φάρσαλα.

 

Οταν προ αιώνων ξέσπασε το κίνημα των Μποέμ, οι φιλομαθείς της Ευρώπης απατήθηκαν οικτρά. Νόμισαν ότι θα γνωρίσουν την αναπόδραστη μοίρα των Τσιγγάνων. «Η γαλλική λέξις bohême (διαβάζουμε), σημαίνουσα αρχικά τον Βοημόν και εντεύθεν τον Ατσίγγανο, χρησιμοποιηθείσα δε συνεκδοχικώς προς χαρακτηρισμόν της πλάνητος τάξεως των καλλιτεχνών, ποιητών ή ζωγράφων, των ως επί το πλείστον καφενοβίων, μη φροντιζόντων διά την αύριον»… ο πόλεμος όμως «ήλλαξε τα βοημικά ήθη άτινα γραφικότατα περιγράφονται στο μυθιστόρημα “Μποέμ” (1851) του Ε. Μιρζέ».

 

Θα κλείσουμε -όσον αφορά τους καθαυτό Τσιγγάνους- με δύο αφορισμούς: «Δεν είμαι ρατσιστής αρκεί να μένουν σπίτι τους» ο πρώτος και «ρατσιστής είναι αυτός που έχει τη φυλή του πάνω από την ελληνική».