Από τον τακτικό μας αναγνώστη, κ. Πάνο Αθανασίου, λάβαμε την επιστολή που ακολουθεί.
Κύριε Καλαϊτζή,
Λησμονώ σε ποιον ανήκει το επίγραμμα: «δημοσιογράφος είναι αυτός που εκθέτει κατά τρόπο συναρπαστικό ιδέες που ουδέποτε είχε». Αλλά θυμάμαι το γνωμικό του Φλομπέρ: «Ο κριτικός διαφέρει από τον καλλιτέχνη όσο το καρφί του λόχου από τον στρατιώτη». Και θα είχα λάβει σοβαρά υπ” όψιν τα ως άνω αποφθέγματα εάν σκόπευα να κρίνω τον «Πλούτο» του κ. Σαββόπουλου. Αναλογίζομαι μόνον τους προτρεπτικούς και διδακτικούς λόγους με τους οποίους συνόδευσε τη θεατρική του προσπάθεια.
Δεν είδα την παράσταση. Επειδή αφ” ενός δεν διαθέτω τα απαιτούμενα χρήματα και αφ” ετέρου θαύμασα το ανέβασμα του «Πλούτου» πριν τον κατακλυσμό στο Ηρώδειο, όταν ο Χριστόφορος Νέζερ ερμήνευσε τον Χρεμύλο, ο Παντελής Ζερβός τον Καρίωνα, η Αννα Ραυτοπούλου την Πενία και ο Μιχάλης Καλογιάννης τον επώνυμο ρόλο. Εξ άλλου υποπτευόμουν βασίμως πως και αυτός ο Αριστοφάνης θα παρουσιαζόταν σε ελεύθερη απόδοση, κατάφορτος ανακαινίσεων, επειδή προφανώς ένα έργο του 388 προ Χριστού, εφ” όσον παρασταθεί φέρ” ειπείν το 1965 μετά Χριστόν, δεν έχει υποστεί ακόμα την ικανή και αναγκαία ανανέωση. Αντλώ τις πληροφορίες μου από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, την αδελφή μου και τον σύζυγό της, που ταξίδευσαν στην Επίδαυρο με τα πούλμαν «Ερκινα».
Και δεν θα ξεχάσω ένα σημείωμα του Βάρναλη γι” αυτή την τελευταία κωμωδία του Αριστοφάνη. Η Αθήνα ύστερα από το ολέθριο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου: Τυραννία των τριάκοντα, κατάλυση της ελεύθερης πολιτείας και ένας πόλεμος ακόμα. «Μεγάλη δυστυχία έδερνε το φτωχολαό και προ πάντων τους αγρότες. Μονάχα οι πολεμοκάπηλοι, οι δημαγωγοί, τα τρωκτικά του δημοσίου ταμείου και οι συκοφάντες, αυτοί οι τρομοκράτες των τιμίων πολιτών, κερδίζανε από την κοινή δυστυχία». Εντυπωσιακές οι αναλογίες με το σήμερα, ε; Τι είπε για όλα αυτά η παράσταση του κ. Σαββόπουλου; Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα και τους θεατές, επανέλαβε τη χοντράδα του Πάγκαλου, σε ελεύθερη απόδοση.
Εν τούτοις, θες επειδή βαριακούει, θες η αναφορά του συνθέτη στα πούρα και στο σούσι, ο Σταύρος ο γαμπρός μου επέστρεψε από την Επίδαυρο βέβαιος πως αυτός ο «Πλούτος» ήταν μια διασκευή της «Μαντάμ Σουσούς».
Αντιθέτως, η προσγειωμένη Μαριάνθη (η αδελφή μου) μου “φερε ένα χαρτί απ” τον εκτυπωτή και μου “δειξε τον τίτλο: «Ο Τιτανικός της Ολυμπιάδας 2004». Το δημοσίευμα της παλιάς καλής «Ελευθεροτυπίας» υπογράφει ο Αρης Χατζηγεωργίου. «Μα είναι δυνατόν [διαβάζουμε στη β' παράγραφο] να ευθύνονται για το έλλειμμα παγόβουνο των 300 δισ. ευρώ οι Ολυμπιακοί Αγώνες;» αναρωτιούνται κάποιοι… και έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν, όχι μόνο διότι ωφελήθηκαν προσωπικά αναλαμβάνοντας δημόσια έργα, κερδίζοντας χρήμα, φήμη και αξιώματα. Φταίει και το γεγονός ότι, έξι χρόνια μετά, ουδείς έχει καταλήξει σε μια σαφή και συνολική κοστολόγηση του εγχειρήματος.
Κατόπιν αυτών, η χρεοκοπία της χώρας αποδίδεται στα διακοποδάνεια και στο σούσι.
- Στη Μαντάμ Σουσού, ξεφώνησε ο Σταύρος.
- Ξεχνάς «το τραγούδι του Αρία», μουρμούρισε η Μαριάνθη, το τραγούδι του παρία κατάλαβε ο Σταύρος και το βούλωσε.
Κύριε Καλαϊτζή, ο Γεράσιμος ή Τζέρυ, εγγονός της Μαριάνθης, τόλμησε να εφαρμόσει το τραγούδι του Αρία (μουσικός επίλογος της παράστασης), κάνοντας για ένα βράδυ το κορίτσι του και αυτός ελεύθερο κάμπινγκ στην παραλία. Τραγουδώντας, λοιπόν, «παρέα με το κύμα το αφρισμένο θα χτίσουμε φωλιά ερωτική», κρατούνται αυτοί κι ακόμα ένα ζευγάρι στο «οικείον αστυνομικό τμήμα» έως ότου ξεπληρώσουν το προβλεπόμενο πρόστιμο, που διπλασιάστηκε πρόσφατα και καταβάλεται στον «προϊστάμενο της υπηρεσίας». Το κάμπινγκ απαγορεύεται αυστηρά και κοστίζει πολλά. Για τούτο, ας τραγουδήσουμε το τραγούδι του παρία, κατά τις επιταγές του κ. Σαββόπουλου.
Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να φάω
χαβιάρι, μπον φιλέ και φουά-γκρα
κάνα σουβλάκι να μην κολατσίσω
δυο τρεις ελίτσες με τυράκι και ψωμί
Ποτέ δεν ονειρεύτηκα τραπέζι
με αστακούς, πάπια Πεκίνου και γουόν τον
ποτέ πατάτες να μην ξαναψήσω
με κολοκύθια, μελιτζάνες στο ταψί
Μας φτάνει μόνο μια μαρίδες στο τηγάνι
και μια μπιρίτσα παγωμένη με αφρό
Μας φτάνει μόνο μια χωριάτικη σαλάτα
η Ολγα Τρέμη κι ο Πρετεντέρης στην Τιβί
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Πάνος Αθανασίου
Συνοικισμός Λιβαδειάς